Ζιτόμιρ

Ζιτόμιρ
(Zhytomyr). Πόλη (284.000 κάτ. το 2001) της Ουκρανίας και πρωτεύουσα του ομώνυμου διαμερίσματος (29.900 τ. χλμ., 1.389.000 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Τέτερεφ, παραπόταμου του Δνείπερου, και αποτελεί οδικό και σιδηροδρομικό κόμβο. Το Ζ. ιδρύθηκε το δεύτερο μισό του 9ου αι. και, αφού κατελήφθη από τους Λιθουανούς (1320) και τους Πολωνούς (1569), ενώθηκε με τη Ρωσία το 1793. Μετά την Οκτωβριανή επανάσταση, δημιουργήθηκαν πολλές βιομηχανικές μονάδες. Σήμερα διαθέτει βιομηχανίες μηχανοκατασκευών και μεταλλουργίας, εργοστάσια λιναριού, ενδυμάτων και υποδημάτων και συγκροτήματα κονσερβοποιίας. Υπάρχει επίσης παιδαγωγικό και γεωπονικό ινστιτούτο, μόνιμο μουσικό και δραματικό συγκρότημα, μουσείο λαϊκής τέχνης και πινακοθήκη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Ρίχτερ, Σβιατοσλάβ Τεοφίλοβιτς — (Ζιτομίρ, Ουκρανία 1914). Σοβιετικός πιανίστας. Αν και αποκάλυψε πρώιμο μουσικό ταλέντο, ήρθε αργά η αναγνώριση του στους διεθνείς κύκλους συναυλιών, στους οποίους επρόκειτο αργότερα να σημειώσει θριάμβους. Φοίτησε το 1937 στο Ωδείο της Μόσχας… …   Dictionary of Greek

  • Γκολντφάντεν, Άμπρααμ — (Abraham Goldfaden, Στάραγια Κωνσταντίνα, Ρωσία 1840 – Νέα Υόρκη 1908). Ρώσος θεατρικός συγγραφέας, εβραϊκής καταγωγής. Υπήρξε ο ιδρυτής του επαγγελματικού εβραϊκού θεάτρου σε γλώσσα γίντις. Σπούδασε στο ραβινικό ιεροδιδασκαλείο του Ζιτομίρ.… …   Dictionary of Greek

  • Κορολένκο, Βλαντιμίρ Γκαλακτιόνοβιτς — (Vladimir Galaktionovich Korolenko, Ζιτομίρ 1853 – Πολτάβα 1921). Ρώσος συγγραφέας. Φοίτησε στα πανεπιστήμια της Αγίας Πετρούπολης και της Μόσχας, απ’ όπου αποβλήθηκε και αργότερα συνελήφθη για τις φιλελεύθερες ιδέες του (1879) και εξορίστηκε στη …   Dictionary of Greek

  • Κορόλιοφ, Σεργκέι Πάβλοβιτς — (Sergey Pavlovich Korolyov, Ζιτομίρ 1906 – 1966). Ρώσος επιστήμονας, πρωτοπόρος στη σχεδίαση και στην κατασκευή πυραύλων, μέλος της Ακαδημίας Επιστημών της ΕΣΣΔ. Άρχισε να εργάζεται στην αεροπορική βιομηχανία το 1927. Το 1930 αποφοίτησε από την… …   Dictionary of Greek

  • Παγκόσμιοι πόλεμοι — Οι δύο πόλεμοι, ο A» Παγκόσμιος πόλεμος (1914 18) και ο B» Παγκόσμιος πόλεμος (1939 45), στους οποίους συμμετείχαν οι κυριότερες δυνάμεις του κόσμου. Α’ Παγκοσμιος πόλεμος. Ποτέ, στην υπερχιλιετή ιστορία της, η Ευρώπη δεν έφτασε σε τόσο υψηλό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”